- ὑποπετάννυμι
- ὑποπετάννῡμι,A spread out under, lay under,
ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130
;ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7
:—[voice] Pass.,πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπὸ λῖτα πετάσσας Od. 1.130
;ὑ. τι κάτωθεν Hp.Fist.7
:—[voice] Pass.,πεδίον ὑποπεπταμένον Luc. Fug.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπετάννυμι — Α 1. απλώνω κάτι αποκάτω («αὐτὴν δ ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῑτα πετάσσας», Ομ. Οδ.) 2. (για εκτάσεις γης) απλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek
ὑποπεπταμένον — ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp masc acc sg ὑποπετάννυμι spread out under perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπετάσας — ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under fut part act fem gen sg (doric) ὑποπετά̱σᾱς , ὑποπετάννυμι spread out under pres part act fem acc pl (doric) ὑποπετά̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποπέτασμα — άσματος, τὸ Α [ὑποπετάννυμι] ύφασμα που τό απλώνουν στο δάπεδο … Dictionary of Greek